- λιμιώνας
- οβλ. λιμνιώνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ιώνας — νεοελλ. κατάλ. η οποία προέρχεται από την αρχ. κατάλ. εών, εῶνος με συνίζηση τού ε (πρβλ. καλαμ εών > καλαμ ιώνας) απαντά σε περιληπτικά ουσ. και σε τοπωνύμια (πρβλ. περιστερ ιώνας, Ασπαλαθ ιώνας). Η αρχ. κατάλ. εών περιληπτικών ουσ.… … Dictionary of Greek
λιμνιώνας — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 19 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Βαρνάβα της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 34 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek